- κύρμα
- κύρμα -ατος, τὸ (Α) [κύρω]1. καθετί που συναντά ή βρίσκει κάποιος, εύρημα, λεία («οἰωνοῑσιν... κύρμα γενέσθαι», Ομ. Οδ.)2. (για πρόσ.) απατεώνας, πανούργος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύρμα — that which one meets with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… … Hofmann J. Lexicon universale
κύρημα — κύρημα, τὸ (Α) [κύρω] (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) κύρμα* … Dictionary of Greek